- Μέγαρα
- Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια.
Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως προκύπτει από τα λίγα αποκαλυφθέντα ερείπια του τείχους που την περιέβαλλε, καταλάμβανε σχεδόν την έκταση της σημερινής πόλης. Ήταν χτισμένη γύρω από δύο ακροπόλεις της Καρίας και του Αλκάθου και βρισκόταν στη μέση περίπου μιας εύφορης πεδιάδας, απέχοντας λιγότερο από ενάμισι χιλιόμετρο από τη θάλασσα του Σαρωνικού.
Η ονομασία Μ. διατηρήθηκε αναλλοίωτη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και μόνο στο τέλος της αρχαιότητας παρουσιάστηκε ο εναλλακτικός τύπος Μάγαρα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Στέφανο Βυζάντιο, το όνομα προέρχεται από τον ήρωα Μεγαρέα, ενώ ο Παυσανίας πιστεύει ότι είχε σχέση με το μέγαρο της Δήμητρας, η λατρεία της οποίας εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην περιοχή. Οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Μεγαρείς και η χώρα Μεγαρίς (Μεγαρίδα) ή Μεγαρική, αποτελώντας ένα από τα μικρότερα κράτη της Ελλάδας, στα σύνορα Στερεάς και Πελοποννήσου. Η χώρα συνόρευε με τη Βοιωτία και την Αττική στα Β και στα ΒΑ, χωριζόμενη από αυτές με μία σειρά από ψηλά και απότομα βουνά, που αρχίζουν από τη θάλασσα του Κορινθιακού με τον Κιθαιρώνα, συνεχίζονται με τα βουνά Καρύδι και Πατέρας και απολήγουν στη θάλασσα του Σαρωνικού με το όρος Τρίκερι· τα Κέρατα, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα από τις χαρακτηριστικές κορυφές του.
Ξεκινώντας από αυτήν την οροσειρά, μήκους 30 χλμ., η Μεγαρίδα εκτείνεται προς τα Δ, ως μία χερσόνησος ανάμεσα σε δύο θάλασσες, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 12-16 χλμ. και καταλήγει στο ακρωτήριο του Ηραίου σε απόσταση 42 χλμ. Στα ΝΔ συνδέεται με την Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού, πλάτους 6 χλμ.
Με εξαίρεση τη μικρή πεδιάδα των M., η οποία έχει έκταση 70 τ. χλμ., καθώς και κάποιες στενές λωρίδες γης στα νότια και βόρεια παράλια, η υπόλοιπη περιοχή είναι ορεινή και καλύπτεται από τα Γεράνεια (1.370 μ.), οι χαμηλότερες κορυφές των οποίων εκτείνονται από το Ηραίο έως τις Σκιρωνίδες Πέτρες (Κακιά Σκάλα), σχηματίζοντας έτσι ένα φυσικό σύνορο και από τη δυτική πλευρά. Κατά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όταν η Κόρινθος κατέλαβε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Μεγαρίδας, την Περαία, οι απότομες πλευρές των Γερανείων αποτέλεσαν τα νέα σύνορα και η έκταση της χώρας από 650 τ. χλμ. περιορίστηκε σε 420 τ. χλμ. Γενικά, το έδαφος της Μεγαρίδας δεν είναι μόνο ορεινό, αλλά φτωχό και άγονο, ακριβώς όπως της Αττικής. Κατά συνέπεια, οι κάτοικοι δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη γεωργία και είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, μεγάλες εκτάσεις ήταν σκεπασμένες από ελαιώνες και αμπέλια, ενώ η υπόλοιπη και λιγοστή καλλιεργήσιμη γη ενισχυόταν με εγγειοβελτιωτικά έργα, γεγονός που αποδεικνύει τη μεγάλη οικονομική άνθηση και τη δυναμικότητα των κατοίκων.
Εκτός από τα Μ. δεν υπήρχαν άλλες μεγάλες πόλεις στη Μεγαρίδα, παρά μόνο μικροί οικισμοί, οχυρωμένες θέσεις και διάφορα απομονωμένα ιερά. Εξαίρεση αποτελούσαν τα δύο μεγάλα και οχυρά λιμάνια της, η Νίσαια στον Σαρωνικό και οι Παγαί (-ές) στον Κορινθιακό. Τα λιμάνια αυτά με την προνομιακή θέση υπήρξαν υπεύθυνα για την πρώιμη ναυτική ανάπτυξή των Μ., την αποικιακή τους δραστηριότητα και τη μεγάλη δύναμη που απέκτησαν χάρη στο εμπόριο και την επικοινωνία τους με την ανατολική και δυτική Μεσόγειο. Το λιμάνι της Νίσαιας πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή της σημερινής Πάχης, ανάμεσα στον μικρό λόφο της Μινώας με τα ερείπια του φράγκικου κάστρου, καθώς και στον πιο ψηλό λόφο του Αγίου Γεωργίου με τις αρχαίες οχυρώσεις. Το λιμάνι έχει καλυφθεί πλέον από τις μεγάλες προσχώσεις που δημιούργησαν οι χείμαρροι από τα γύρω βουνά και την πεδιάδα. Εδώ και περίπου εκατό χρόνια οι περιηγητές στην περιοχή αυτή σημειώνουν ένα μεγάλο έλος. Ο Θουκυδίδης και ο Στράβων αναφέρουν, ο πρώτος το νησί Μινώα, μπροστά στο λιμάνι της Νίσαιας, και ο δεύτερος το ακρωτήριο Μινώα, που σχηματίζει το λιμάνι της. Ο Θουκυδίδης προσθέτει πως η Μινώα επικοινωνούσε με την ξηρά με μία μικρή γέφυρα.
Στο βόρειο τμήμα της περιοχής των Μ. πρέπει να αναζητηθεί η τοποθεσία Ρους, με πολλά ιερά που τα περιγράφει ο Παυσανίας, ενώ σε απόσταση 13-14 χλμ. προς τα ΒΔ βρίσκεται ο Τριποδίσκος, στα υψώματα των Γερανείων (σημερινή θέση Χάνι), όπου σώζονται πολλά ερείπια αρχαίου οικισμού και ολόκληρος οχυρωματικός περίβολος πάχους 3 μ. Δυτικά των Μ., στη ράχη του βουνού επάνω ακριβώς από την Κακιά Σκάλα, ο Δ. Φίλιος διενήργησε ανασκαφές στο ιερό του Αφεσίου Δία, το οποίο αναφέρεται από τον Παυσανία αλλά τα ερείπιά του έχουν δυστυχώς εξαφανιστεί τελείως σήμερα. Κατά μήκος της νότιας παραλίας τοποθετούνται κατά σειρά η αρχαία πόλη των Κρομμυών στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι, η Σιδούς στη θέση Σουσάκι, ο Σχοινούς στο Καλαμάκι και τα Θερμά στο Λουτράκι. Στην περιοχή του ακρωτηρίου Ηραίου, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή με τον Πέιν αποκάλυψε το πανάρχαιο ιερό με τους ναούς της Ήρας Ακραίας και Λιμνίας, ενώ μεγάλη έκταση καταλαμβάνεται από τα ερείπια και τις οχυρώσεις μιας αρχαίας πόλης. Τέλος, στη βόρεια πλευρά της Μεγαρίδας προς τον Κορινθιακό, βρισκόταν το Πειραίο στην περιοχή της σημερινής Περαχώρας, ανατολικότερα το φρούριο της Οινόης, έπειτα οι Παγές και στο βάθος του κόλπου τα Αιγόσθενα, τα οποία αποτελούσαν το βορειότερο οχυρό της Μεγαρίδας.
Η περιοχή διέθετε και σημαντικό οδικό δίκτυο εκτός από τις θαλάσσιες επικοινωνίες, το οποίο τη συνέδεε με τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Παρά τον δύσβατο και ορεινό χαρακτήρα της χώρας, υπήρχαν τρεις ή τέσσερις σπουδαιότατοι δρόμοι. Ο πρώτος, ακολουθούσε τη γραμμή της νότιας παραλίας, περνούσε από τις Σκιρωνίδες Πέτρες και εξυπηρετούσε τις πόλεις Κόρινθο, Ισθμία M., Ελευσίνα και Αθήνα. Ο δεύτερος ακολουθούσε τη βόρεια παραλία και συνέδεε την Κόρινθο, την Περαία, την Οινόη, τις Παγές και τα Αιγόσθενα. Ένας τρίτος δρόμος, μεσογειακός, ξεκινούσε από την Κόρινθο, ακολουθούσε τα Γεράνεια από τον Τριποδίσκο και σχημάτιζε δύο παρακλάδια: το ένα διέσχιζε τα Μ. και το στενό Καντήλι (ανάμεσα στα βουνά Πατέρα και Κέρατα) και κατέληγε στις Ελευθερές, ενώ ο άλλος ξεκινούσε από τα Βαθυχώρια, ακολουθούσε το πέρασμα μεταξύ Πατέρα και του βουνού Καρύδι και κατέληγε στις Πλαταιές.
Ιστορία. Κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, τα Μ. αποτελούσαν την σπουδαιότερη πόλη στην περιοχή του Σαρωνικού και του Κορινθιακού κόλπου. Ακόμη και μετά την ανάπτυξη και την αύξηση της δύναμης της Αθήνας και της Κορίνθου, τα Μ. κατόρθωσαν να επιζήσουν και να παραμείνουν μία σημαντική πόλη μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου, οπότε και έχασαν οριστικά τη σημασία τους.
Πολύ λίγες πληροφορίες υπάρχουν για την προϊστορία της περιοχής της Μεγαρίδας. Η παλιότερη εγκατάσταση ανάγεται στην ύστερη νεολιθική περίοδο και εντοπίζεται από τα ευρήματα στα Δ της λίμνης Βουλιαγμένης, κοντά στο Ηραίο της Περαχώρας· όμως, τα προϊστορικά λείψανα από άλλες θέσεις υπάγονται στους μεσοελλαδικούς και υστεροελλαδικούς χρόνους και προέρχονται από τα Μ., τη Νίσαια, το Καλαμάκι, το Λουτράκι, την περιοχή του Ηραίου και από τη θέση Σκοίνος στην παραλία του Κορινθιακού. Όπως είναι γνωστό από την παράδοση, την περίοδο εκείνη ολόκληρη η Μεγαρίδα ανήκε στους Αθηναίους μέχρι τον Ισθμό γιατί, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ο βασιλιάς Πύλας την είχε παραχωρήσει στον γιο του Κέκροπα, τον Πανδίονα, επειδή είχε παντρευτεί την κόρη του. Ως απόδειξη, αναφέρει ότι ο Πανδίονας τάφηκε στη Μεγαρίδα, ότι ο γιος του Νίσος έγινε βασιλιάς ολόκληρης της χώρας και ότι το σπουδαιότερο λιμάνι της στο Σαρωνικό, η Νίσαια, πήρε την ονομασία του από αυτόν. Η κάθοδος των Δωριέων στην περιοχή το 1200 π.Χ. περίπου είχε σκοπό την κατάληψη ολόκληρης της Αττικής. Μολονότι η Αθήνα γλίτωσε χάρη στην αυτοθυσία του βασιλιά Κόδρου, η Μεγαρίδα η κυριεύθηκε και οι Δωριείς ίδρυσαν μία δωρική πόλη, της οποίας η ακμή έφτασε στο κατακόρυφο με την αλλαγή του πολιτεύματος από βασιλεία σε αριστοκρατία.
Οι Μεγαρείς απέκτησαν υπεροχή στη θάλασσα και αποτέλεσαν τους πρώτους αντιπάλους της Αθήνας. Κυρίευσαν τη Σαλαμίνα για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του λιμανιού της Νίσαιας και, αυτόματα έθεσαν υπό την επιρροή τους την Ελευσίνα, που τότε ήταν ακόμα ανεξάρτητο κράτος. Η μεγαλύτερη ανάπτυξη των Μ. τοποθετείται στην περίοδο μεταξύ των αρχών του 8oυ και του τέλους του 7ου αι. π.Χ. Οι Μεγαρείς ίδρυσαν τότε πολλές αποικίες: στα Δ τα Υβλαία Μέγαρα (730 π.Χ.) και τον Σελινούντα στη Σικελία· στα Α τη Χαλκηδόνα (684 π.Χ.), τον Αστακό και το Βυζάντιο στην περιοχή του Βοσπόρου, το οποίο έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μεταγενέστερη ιστορία ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο 6ος αι. π.Χ. υπήρξε δύσκολη περίοδος για το μεγαρικό κράτος, τόσο από τις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις όσο και από τους εξωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι προέρχονταν από την ανάπτυξη της Αθήνας και της Κορίνθου. Στις αρχές του αιώνα, ο Σόλων έπεισε τους Αθηναίους να καταλάβουν τη Σαλαμίνα και να γίνουν ταυτόχρονα κύριοι της Ελευσίνας, που από τότε ενώθηκε οριστικά με το κράτος της Αθήνας. Λίγο αργότερα οι Κορίνθιοι, με τους οποίους οι Μεγαρείς είχαν συνεχείς προστριβές, επικράτησαν οριστικά στη μεταξύ τους διένεξη, κυρίευσαν ολόκληρη την Περαία μαζί με την περιοχή των Γερανείων και επέβαλαν τη χάραξη νέων συνόρων. Παρά τα γεγονότα αυτά, τα Μ. εξακολουθούσαν να αποτελούν αξιόλογη δύναμη στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αφού συμμετείχαν στις ναυμαχίες εναντίον των Περσών στο Αρτεμίσιο, στη Σαλαμίνα και πιθανότατα στη Μυκάλη. Η περίοδος, όμως, που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από την κορύφωση του εξοντωτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην Αθήνα και την Κόρινθο (και γενικά την Πελοπόννησο)· ως αποτέλεσμα, τα Μ. έπαθαν μεγάλες καταστροφές, αφού οι δύο αντίπαλοι προσπάθησαν να τα προσεταιριστούν με τη βία για να χρησιμοποιούν την περιοχή ως προμαχώνα εναντίον του αντιπάλου. Οι Μεγαρείς αναγκάζονταν να ζητήσουν τη βοήθεια του άλλου στρατοπέδου κάθε φορά, για να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι, όταν τα Μ. είχαν προστριβές με την Κόρινθο για την παραβίαση των συνόρων τους, εγκατέλειψαν την Πελοποννησιακή συμμαχία και ζήτησαν την προστασία των Αθηναίων, οι οποίοι τους βοήθησαν πρόθυμα. Μάλιστα, για μεγαλύτερη ασφάλεια της πόλης και για την απρόσκοπτη επικοινωνία με τη θάλασσα, έχτισαν το 461 π.Χ. τα Μακρά Τείχη και ανέλαβαν οι ίδιοι τη φρούρηση των δύο λιμανιών της. Το 458 π.Χ. απέκρουσαν εισβολή των Κορινθίων, αλλά μετά τη μάχη της Κορώνειας οι Μεγαρείς αποχώρησαν από την Αθηναϊκή συμμαχία και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν το 446 π.Χ. να απομακρύνουν τις φρουρές τους, γιατί τα Μ. επέστρεψαν στην Πελοποννησιακή συμμαχία. Ενδεικτικό της εχθρότητας που προέκυψε από τη νέα αυτή αποστασία και από τα γεγονότα που ακολούθησαν υπήρξε η ευρεία αποδοχή του Μεγαρικού ψηφίσματος του 432 π.Χ. Η πρόταση αυτή του Περικλή όχι μόνο απέκλειε τους Μεγαρείς από όλες τις αθηναϊκές αγορές, αλλά επιπρόσθετα οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δύναμη των Μ. με συνεχείς επιδρομές και συστηματικές καταστροφές. Επίσης, έχτισαν στη Σαλαμίνα το φρούριο Βούδορo, όπου εγκατέστησαν φρουρά και το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο του αθηναϊκού στόλου κατά των Μ. Η πολιτική των Αθηναίων αποτέλεσε μία από τις κυριότερες αφορμές για την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου ολόκληρη η Μεγαρίδα υπέφερε λόγω του ότι αποτέλεσε το θέατρο των συγκρούσεων μεταξύ των αντιπάλων. Παρά τις δυσχέρεις που προξένησε ο πόλεμος, παρατηρήθηκε στα Μ. μία σημαντική οικονομική άνθηση και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς κατά τον 4ο αι. π.Χ. Η σπαρτιατική κυριαρχία δεν κράτησε πολύ καιρό και τα Μ. εντάχθηκαν στην Κορινθιακή συμμαχία, αποκτώντας ουσιαστικά την ανεξαρτησία τους. Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καλλιτέχνες που αναφέρει ο Παυσανίας (Πραξιτέλης, Σκόπας, Λύσιππος, Βρύαξις, Στρογγυλίων, Θεόκοσμος κ.ά.) και οι οποίοι κόσμησαν τα Μ. με τα έργα τους ανήκουν στον 4o αι. π.Χ. Στην περίοδο εκείνη ανήκε επίσης ο συγγραφέας Διευχίδας, καθώς και ο Στίλπων, ο λαμπρός εκπρόσωπος της Μεγαρικής φιλοσοφικής σχολής που ίδρυσε ο Ευκλείδης. Όταν ο Φίλιππος εισέβαλε για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και προσπάθησε να καταλάβει τα M., οι κάτοικοι ζήτησαν και πάλι τη βοήθεια των Αθηναίων· οι τελευταίοι κυρίευσαν τη Νίσαια με αρχηγό τον Φωκίωνα και ανοικοδόμησαν τα Μακρά Τείχη που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Το 315 π.Χ. τα Μ. ανήκαν στον Κάσσανδρο, χρησιμεύοντας ως βάση για την κατάληψη της Πελοποννήσου, ενώ το 307 π.Χ. πολιορκήθηκαν από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή της πόλης, η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να επανακάμψει, καθώς ο Δημήτριος πήρε μαζί του όλους τους σκλάβους της χώρας όταν έφυγε και στέρησε τα Μ. από εργατικά χέρια για τη βιοτεχνική παραγωγή. Το 265 π.Χ., κατά τον Χρεμωνίδειο πόλεμο, βρέθηκαν και πάλι στην κατοχή των Μακεδόνων έως το 243 π.Χ., οπότε και προσήλθαν στην Αχαϊκή συμμαχία. Οι δύο σημαντικές παράλιες πόλεις της Μεγαρίδας, οι Παγές και τα Αιγόσθενα, αυτονομήθηκαν και η ανεξαρτησία τους διατηρήθηκε μέχρι τον 1o αι. μ.Χ. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο τα Μ. υπέφεραν από ληστρικές επιδρομές του ρωμαϊκού στρατού και γνώρισαν μεγάλη καταστροφή την εποχή του Καίσαρα (1ος αι. π.Χ.). Ευτυχώς, πολλά μνημεία και έργα τέχνης σώθηκαν και ο Παυσανίας τα περιέγραψε λεπτομερώς όταν τα είδε τον 2o αι. μ.Χ. Η οριστική καταστροφή των Μ. επήλθε το 395 μ.Χ. με την εισβολή των Γότθων του Αλάριχου. Κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τα Μ. γνώρισαν και πάλι περιόδους οικονομικής ευημερίας. Οι νέες επιδρομές των Σλάβων, των Φράγκων και η υποδούλωση από τους Τούρκους σήμαναν μία μακραίωνη περίοδο καταστροφών που διήρκεσε μέχρι την απελευθέρωση. Τα Μ. υπέφεραν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της χώρας, γιατί οι επιδρομείς τα χρησιμοποιούσαν ως πέρασμα και ορμητήριο στις επιθέσεις τους εναντίον της Πελοποννήσου. Οι κάτοικοι έβρισκαν κάθε φορά τη σωτηρία τους στα άγρια και απόκρημνα Γεράνεια, από όπου επέστρεφαν και ξανάχτιζαν την πόλη τους –πολλές φορές από την αρχή. Έτσι κατόρθωσαν να επιζήσουν και να αναδείξουν με δωρική επιμονή και εργατικότητα τον τόπο τους σε μία από τις πιο ευημερούσες οικονομικά επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας.
Αρχαιολογία. Αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τα Μ. προέκυψε το 1825, μετά τη δημοσίευση μίας σειράς μελετών από τον Χέρμαν Ραινάνουμ με πληροφορίες για την πόλη, τις οποίες διέσωσαν τόσο οι αρχαίοι συγγραφείς όσο και οι νεότεροι περιηγητές και γεωγράφοι. Η μετέπειτα συστηματική μελέτη της τοπογραφίας, των επιγραφών και γενικά των ευρημάτων από τυχαίες ή συστηματικές ανασκαφές έχουν πολύ πλουτίσει τις γνώσεις μας, με αποτέλεσμα οι παλιές μελέτες να χρειάζονται συμπλήρωση και, πολλές φορές, ριζική αναθεώρηση. Δυστυχώς, οι ανασκαφές στα Μ. είναι πολύ περιορισμένες για δύο λόγους: αφενός λόγω έλλειψης διαθέσιμου χώρου για έρευνα, αφού η σημερινή πόλη σκεπάζει ολόκληρη την αρχαία· αφετέρου γιατί τα περισσότερα μνημεία της έχουν καταστραφεί από τις εχθρικές επιδρομές. Από τις λίγες ανασκαφές που έγιναν, σταθμός για τη μελέτη της τοπογραφίας των Μ. υπήρξε η αποκάλυψη της Κρήνης του Θεαγένους από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1898. Αποτελεί μια σταθερή βάση για τον καθορισμό της θέσης των άλλων μνημείων, γιατί ο Παυσανίας ξεκίνησε από αυτήν την περιγραφή του. Ένα άλλο σημαντικό τοπογραφικό σημείο αποτελεί το ιερό του Δία, το καλούμενο Ολυμπιείο, η θέση του οποίου προσδιορίζεται με μεγάλη ακρίβεια από τις πολλές αναθηματικές επιγραφές που βρέθηκαν χτισμένες στα σημερινά σπίτια στη βορειοδυτική βάση του λόφου, ο οποίος θα πρέπει να ταυτιστεί με την ακρόπολη της Καρίας σύμφωνα με τη διαδρομή του Παυσανία. Από την ταύτιση αυτή προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο άλλος λόφος (ο δυτικός) πρέπει να είναι η ακρόπολη του Αλκάθου. Από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν μέσα στην πόλη στην περίοδο 1934-40 από τους I. Θρεψιάδη και I. Τραυλό, συγκεντρώθηκαν αρκετές ενδείξεις για την εξακρίβωση της τοπογραφίας. Ο βράχος στην κορυφή του λόφου του Αλκάθου καθαρίστηκε και φάνηκαν τα λαξεύματα ενός μεγάλου ναού, τα ευρήματα του οποίου χρονολογούν την ανέγερσή του στον 7o αι. π.Χ. Ο ναός, σύμφωνα με τον Παυσανία, πρέπει να ταυτιστεί με τον ναό της Πολιάδας Αθηνάς, που ήταν η προστάτισσα της πόλης. Σε πλατεία βρέθηκαν τα θεμέλια μίας μεγάλης στοάς των αρχών του 4ου αι. π.Χ. και ενός μεγάλου λουτρού που χτίστηκε στην ίδια θέση πολύ αργότερα (5oς αι. μ.Χ.). Μπροστά από τη στοά, στη βόρεια πλευρά της, περνάει ένας πλατύς δρόμος στρωμένος με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Τόσο η στοά όσο και ο δρόμος ορίζουν τη γραμμή της νότιας πλευράς της Αγοράς, η οποία, όπως πιστεύεται γενικά, πρέπει να βρισκόταν στη θέση αυτή μεταξύ των δύο λόφων. Η στενή ανατολική πλευρά της στοάς και η κύρια ανατολική όψη του μεταγενέστερου λουτρού συμπίπτουν ορίζοντας τη γραμμή ενός άλλου δρόμου, της Ευθείας οδού σύμφωνα με τον Παυσανία. Ο δρόμος αυτός ξεκινούσε από την Αγορά και διατηρήθηκε στην ίδια θέση, ακριβώς κάτω από τον σημερινό δρόμο που οδηγεί από τα Μ. στο λιμάνι της Νίσαιας. Στις ανασκαφές αυτές, όπως και σε εκείνες που έγιναν από την Γ’ Αρχαιολογική Εφορεία, βρέθηκαν επίσης τμήματα του αρχαίου τείχους, πάχους 3,80 μ.
Με αυτές τις λίγες, αλλά πολύτιμες ενδείξεις και τη χαρακτηριστική διαμόρφωση του εδάφους (με τους δύο λόφους και τους δύο χειμάρρους που την περιορίζουν: ο Μαγκαφούρης στα ΝΑ και το ρέμα του Τριποδίσκου στα Β, όπως ονομάζεται σήμερα) καθορίζεται εύκολα η έκταση της αρχαίας πόλης, η θέση της Αγοράς και η πορεία των αρχαίων δρόμων, ενώ με τη βοήθεια του Παυσανία είναι δυνατό να οριστεί με αρκετή ακρίβεια η θέση των μνημείων που περιέγραψε. Η πόλη είχε σχήμα ελλειψοειδές, με μεγάλο άξονα που έφτανε τα 1.500 μ. και μικρό τα 1.100 μ., ενώ το τείχος περιελάμβανε έκταση περίπου 1.300.000 τ.μ. Στην περιφέρεια του τείχους είναι δυνατό να προσδιοριστεί η θέση τουλάχιστον πέντε πυλών, οι οποίες οδηγούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και τα λιμάνια της Αθήνας, της Κορίνθου, του Τριποδίσκου, των Παγών και της Νίσαιας. Η πύλη που οδηγούσε στο λιμάνι της Νίσαιας ταυτίζεται με τις Νυμφάδες πύλες.
Ο Παυσανίας ήρθε από την Αθήνα ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο μετά την Ελευσίνα και εισήλθε στα Μ. από την ανατολική πύλη. Πρώτος του προορισμός θα πρέπει να υπήρξε η Αγορά και το πρώτο κτίριο που περιέγραψε ήταν η Κρήνη του Θεαγένη. Πολύ κοντά θα πρέπει να βρίσκονταν το ιερό και το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, η οποία λατρευόταν ιδιαίτερα εδώ, γιατί οι κάτοικοι πίστευαν πως η θεά τους βοήθησε να εξολοθρεύσουν τον στρατό του Μαρδονίου. Μέσα στο ιερό υπήρχαν ακόμα τα αγάλματα των Δώδεκα θεών και ανδριάντες Ρωμαίων αυτοκρατόρων: του Ιουλίου Καίσαρα, του Αύγουστου, του Τιβέριου, του Νέρωνα, του Αδριανού, του Μάρκου Αυρήλιου κ.ά., τα ενεπίγραφα βάθρα των οποίων έχουν διασωθεί. Ο Παυσανίας αναφέρει σε κοντινή απόσταση το Ολυμπιείο και ο επόμενος προορισμός του υπήρξε η ακρόπολη της Καρίας, όπου ανέφερε και περιέγραψε τους ναούς που είδε. Κατεβαίνοντας από τη βόρεια πλευρά του λόφου, πέρασε από το μνήμα της Αλκμήνης πολύ κοντά στο Ολυμπιείο, βγήκε έξω από την πόλη μέσω της πύλης που οδηγούσε στις Παγές και σε μικρή απόσταση από αυτήν, στην τοποθεσία Ρους, περιέγραψε έναν μεγάλο αριθμό από ιερά και μνημεία. Επέστρεψε στηνπόλη και ανέβηκε στην ακρόπολη του Αλκάθου, ακολουθώντας τον σημερινό και μοναδικό ομαλό δρόμο του Αγίου Δημητρίου. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής αυτής περιέγραψε το μνήμα του Μεγαρέα, την Εστία των θεών Προδομέων, τον Λίθο και το Βουλευτήριο. Ο Λίθος λέγεται ότι ήταν μία πέτρα, πάνω στην οποία ο Απόλλωνας άφησε την κιθάρα του όταν βοηθούσε τον Άλκαθο να χτίσει το τείχος της ακρόπολης. Τμήματα του τείχους έχουν διασωθεί στον λόφο, με το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο να βρίσκεται στη νότια πλευρά. Σώζεται σε μήκος 25 μ. και ύψος 4,50 μ., χρονολογείται όχι νωρίτερα από τον 5o αι. π.Χ. και φαίνεται ότι ανήκει σε μία νεότερη ανακατασκευή. Μέσα στην ακρόπολη ο Παυσανίας έκανε μνεία για πέντε ναούς και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή για την κάθοδό του στο Πρυτανείο (το οποίο ήταν στην Αγορά), περιγράφοντας διάφορα μνημεία και ιερά. Φτάνοντας εκεί, περιέγραψε τόσο το κτίσμα αυτό όσο και τα μνημεία και τα κτίρια της βόρειας πλευράς της Αγοράς: την Ανακληθρίδα πέτρα, όπου κάθησε η Δήμητρα όταν αναζητούσε την κόρη της, τους τάφους των πεσόντων στους Περσικούς πολέμους και το Αισύμνιο· το τελευταίο, σύμφωνα με την άποψή του, θα έπρεπε να ταυτιστεί με το Βουλευτήριο. Πορεύτηκε προς το Ηρώο του Αλκάθη, που χρησίμευε ως τόπος φύλαξης των δημοσίων εγγράφων, συναντώντας τα μνημεία της γυναίκας και της κόρης του Αλκάθη. Το ιερό του Διόνυσου, ο ναός της Αφροδίτης, το Αφροδίσιο και το ιερό της Τύχης θα πρέπει να ήταν τοποθετημένα στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στον λόφο που έφερε το όνομα του Αλκάθη. Με τη διάταξη των κτιρίων συμφωνεί και μια άλλη πληροφορία, που διέσωσε ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος: ανέφεραν ότι ο Αγησίλαος, ανεβαίνοντας στην ακρόπολη, πέρασε πρώτα από το Αφροδίσιο και μετά από το Αρχείο.
Οι τάφοι του Κοροίβου και του Oρσίπου αποτελούν τις τελευταίες αναφορές του Παυσανία για την περιοχή της Αγοράς, με τον περιηγητη να ακολουθεί τον δρόμο που ονομαζόταν Ευθεία οδός. Στα δεξιά του και σε μικρή απόσταση από τον δρόμο μνημόνευσε τον ναό του Απόλλωνα, ενώ κοντά στις Νυμφάδες πύλες το παλιό Γυμνάσιο και το ιερό των Ειλειθυιών.
Με το Γυμνάσιο, η θέση του οποίου εντοπίζεται εδώ από τις σχετικές επιγραφές που βρέθηκαν στην περιοχή, ο Παυσανίας ολοκλήρωσε την περιγραφή της πόλης και κατέβηκε στο λιμάνι της Νίσαιας.
Εκτός από τα κτίρια που περιγράφει θα υπήρχαν και άλλα, όπως στοές, λουτρά, καθώς και θέατρο, η ύπαρξη του οποίου έχει διαπιστωθεί από επιγραφές αλλά τα ίχνη του δεν έχουν βρεθεί. Στην υπόλοιπη έκταση της πόλης, οι δρόμοι της οποίας ήταν στενοί και ακανόνιστοι όπως της Αθήνας, βρίσκονταν τα ιδιωτικά σπίτια, από τα οποία έχουν βρεθεί πολλά ερείπια. Ήταν μεγάλα και καλοχτισμένα, με ισοδομική τοιχοδομία από πωρόλιθο και όλα σχεδόν είχαν ένα βαθύ και στερεό υπόγειο, που φαίνεται πως χρησίμευε για τη διατήρηση των τροφίμων τους. Τα Μ. ήταν περίφημα κατά την αρχαιότητα για τα γερά σπίτια τους, ενώ οι Μεγαρείς ήταν γνωστοί καλοφαγάδες. Ο Ισοκράτης (Περί ειρήνης 117) αναφέρει ότι οι Μεγαρείς έχουν τα καλύτερα σπίτια στην Ελλάδα και ο Διογένης ο Κυνικός (Tertullianus Apologeticum, 39, 14) παρατηρεί επιγραμματικά ότι τρώνε σαν να πρόκειται να πεθάνουν αύριο και χτίζουν σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ.
Γενική άποψη της πόλης των Μεγάρων, στο δυτικό άκρο του νομού Αττικής.
Άποψη τμήματος της Κρήνης του Θεαγένη, μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών του 1958, από τον Ι. Παπαδημητρίου.
Άποψη τμήματος της Κρήνης του Θεαγένη, μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών του 1958, από τον Ι. Παπαδημητρίου.
Ο χορός της τράτας χορεύεται από κοπέλες κάθε Δευτέρα του Πάσχα, στα Μέγαρα (φωτ. Χαρισιάδη).
Νοτιοδυτική γωνία του τείχους και στρογγυλός πύργος στα Μέγαρα, που αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1966.
Παλαιότερη φωτογραφία αρχαίας κρήνης στην περιοχή του Άι Γιάννη του Χορευταρά, που ανακαλύφθηκε το 1892· στο βάθος διακρίνεται ο λόφος του Αλκάθου (φωτ. Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου).
Λεπτομέρεια του τείχους της ακρόπολης των Μεγάρων.
Σχέδιο αναπαράστασης των αρχαίων Μεγάρων σε σχέση με τη σημερινή πόλη: 1-39. Πορεία του Παυσανία: 1 - Κρήνη Θεαγένη· 2 - Ιερό Άρτεμης Σωτείρας- 3 - Ολυμπιείο· 4 - Ναός Διόνυσου Νυκτέλιου· 5 - Ιερό Αφροδίτης Επιστροφίας· 6 - Μαντείο· 7 - Ναός του Δία Koνίου· 8 - Άγαλμα Ασκληπιού· 9 - Μέγαρο Δήμητρας· 10 – Μνήμα Αλκμήνης· 11 - Μνήμα Μεγαρέα· 12 - Εστία θεών Προδομέων 13 - Λίθος· 14 - Βουλευτήριο· 15 - Ναός Αθηνάς Πολιάδας· 16 - Ιερό Αθηνάς Νίκης· 17 - Ιερό Αθηνάς Αιαντίδας· 18 - Ναός Απόλλωνα Πύθιου· 19 - Ιερό Δήμητρας Θεσμοφόρας· 20 - Μνήμα Καλλιπόλιδας· 21 - Ηρώο Ινώς· 22 - Ηρώο Ιφιγένειας· 23 - Ηρώο Άδραστου· 24 - Ιερό Άρτεμης· 25 - Πρυτανείο· 26 - Ανακληθρίδα πέτρα· 27 - Τάφοι των νεκρών των Περσικών πολέμων· 28 - Αισύμνιο = Βουλευτήριο (14)· 29 - Μνήμα Πυργώς· 30 - Μνήμα Ιφινόης· 31 - Ηρώο Αλκάθου (Αρχείο)· 32 - Ιερό Διόνυσου· 33 - Ναός Αφροδίτης· 34 – Ιερό Τύχης· 35 -Τάφος Κόροιβου· 36 -Τάφος Όρσιππου· 37 - Ιερό Απόλλωνα Προστατήριου· 38 - Γυμνάσιο· 39 - Ιερό Ειλειθυιών· 40 - Τμήματα του τείχους της πόλης· 41 – Σπήλαιο· 42 – Νότια στοά αγοράς· 43 – Αρχαία κρήνη.
Κορμός κούρου υπερφυσικού μεγέθους από τα Μέγαρα (540 π.Χ.) (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Τμήμα του χώρου των ανασκαφών του 1937, στην πλατεία Μεταξά των Μεγάρων, οι οποίες έφεραν στο φως θεμέλεια μεγάλων οικοδομών, χαρακτηριστικά της ακμής της αρχαίας πόλης.
Παλαιότερη φωτογραφία τμήματος αρχαίου πλακόστρωτου δρόμου που βρέθηκε στις ανασκαφές του 1937, στην πλατεία Μεταξά των Μεγάρων.
Μεγαρίδα: στα πολύ παλιά χρόνια, τα όρια του κράτους των Μεγάρων έφταναν ως το Ηραίο και τον Ισθμό της Κορίνθου· από τα μέσα του 6ου π.Χ. αι., τα σύνορα του μεγαρικού κράτους περιορίστηκαν στα δυτικά στη γραμμή ΑΒ, που σημειώνεται στο χάρτη. Τα ονόματα αναφέρονται στην αρχαία ελληνική.
Αρχαίος πύργος στα Βαθυχώρια των Μεγάρων· στην περιοχή σώζονται τα θεμέλια άλλων πέντε πύργων.
Dictionary of Greek. 2013.